ἀνάγυρος

ἀνάγυρος
ἀνάγυρος, ,
A Anagyris foetida, stinking bean-trefoil, Ar.Lys.68:— also [full] ἀνάγυρις, ιος (

-εως Gal.16.143

), , Dsc.3.150: prov., μὴ κινεῖν τὸν ἀ. 'let sleeping dogs lie', Lib.Ep.78; ὁ ἀ. κεκινῆσθαι δοκεῖ 'the fat is in the fire', Ar. l. c., cf. Sch. ad loc.—From it the [dialect] Att. deme [full] Ἀναγυρ-οῦς took its name, Adv. [suff] ἀναγυμν-ουντόθεν from Anagyrus, Ar.Lys. 67 (also [suff] ἀναγυμν-οῦντάδε to A.,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάγυρος — Anagyris foetida masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάγυρος — (I) η, ο αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γύρος. ΠΑΡ. αναγυρίδα]. (II) ἀνάγυρος, ο (Α) η Ανάγυρις* …   Dictionary of Greek

  • ανάγυρος — ο το φυτό βρομοκλάδι ή βρομολυγαριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγύρω — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc nom/voc/acc dual ἀνάγυρος Anagyris foetida masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγύρου — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγύρῳ — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγυρον — ἀνάγυρος Anagyris foetida masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АТТИКА —    • Attĭca,          ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму …   Реальный словарь классических древностей

  • ανάγυρα — επίρρ. 1. από την ανάποδη, ανάποδα, ανεστραμμένα 2. ανάσκελα, ύπτια 3. ολόγυρα, γύρω γύρω 4. μακριά, απόμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάγυρος < ανα * + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • αναγυρίδα — η [ανάγυρος Ι] 1. περιστροφική κίνηση 2. ελικοειδής, περιφερικός δρόμος 3. περιφορά νεκρού ή εικόνων κατά τη λιτανεία 4. περίπατος, βόλτα 5. επιστροφή, επάνοδος …   Dictionary of Greek

  • βρομόξυλο — το 1. πολύ δυνατό ξύλο, βίαιος ξυλοδαρμός 2. ονομασία του φυτού ανάγυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”